- Πλουτωνίων
- Πλουτώνιονwhere there are mephitic vapoursneut gen plΠλουτώνιοςPlutofem gen plΠλουτώνιοςPlutomasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
θηράλιθοι — οι (πετρογρ.) ομάδα πλουτώνιων εκρηξιγενών πετρωμάτων που περιέχουν λαβραδόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θήρα + λίθος] … Dictionary of Greek
λαμπροφύρης — ο στον πληθ. οι λαμπροφύρες (πετρογρ.) ομάδα πλουτώνιων εκρηξιγενών φαιόχρωμων πετρωμάτων, τα οποία απαντούν συνήθως με τη μορφή φλεβών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. lamprophyre < lampro (< λαμπρός) + phyre (< γαλλ. phyre < porphyre… … Dictionary of Greek
λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
συηνίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) καθένα από τα μέλη ομάδας πλουτώνιων εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία αποτελούνται κυρίως από αλκαλικό άστριο και ένα σιδηρομαγνησιούχο ορυκτό 2. φρ. «νεφελινικός συηνίτης» (πετρογρ.) μεσοκοκκο έως χονδρόκοκκο πλουτώνιο… … Dictionary of Greek
φεργουσίτες — οι, Ν (πετρογρ.) ομάδα πλουτώνιων εκρηξιγενών πετρωμάτων, με ανοιχτό ώς σκούρο πράσινο χρώμα και χονδροκοκκώδη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fergusites] … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
ακερίτες — Πετρώματα, που κατατάσσονται στην ομάδα των εκρηξιγενών πλουτωνίων πετρωμάτων. Οι α. αποτελούνται από αστρίους αλκαλιομιγείς, από διοψιδικό πυρόξενο και από καστανόγκριζο βιοτίτη. Ο ιστός των α. είναι ο κανονικός, αλλά προς την περιφέρεια γίνεται … Dictionary of Greek